χαλκιαίος

χαλκιαίος
-αία, -ον, θηλ. και χαλκιεία, Α
1. κατασκευασμένος από χαλκό
2. αυτός που κοστίζει όσο ένας χαλκοῡς*
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαλκιαία και χαλκιεία
(στην Αίγυπτο) είδος φόρου, πρόσθετος δασμός στις πωλήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ-οῦς «νόμισμα από χαλκό» + κατάλ. -ιαῖος* (πρβλ. δραχμ-ιαῖος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαλκιαία — ἡ, Α βλ. χαλκιαῑος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”